- διορθωτήρ
- διορθ-ωτήρ, ῆρος, ὁ, = sq., IG9(1).694.138 (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διορθωτήρ — ο (Α διορθωτήρ) [διορθώ] νεοελλ. όργανο για τη διόρθωση τής βολής τών ναυτικών πυροβόλων αρχ. ο διορθωτής … Dictionary of Greek